- κατάφυτον
- κατάφυτοςfull of plantsmasc/fem acc sgκατάφυτοςfull of plantsneut nom/voc/acc sgκατάφῡτον , καταφύομαιaor imperat act 2nd dualκατάφῡτον , καταφύομαιaor ind act 2nd dual (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.